μονοιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονιάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονοιάζω < μεσαιωνική ελληνική μονοιάζω < ὁμονοιάζω < αρχαία ελληνική ὁμόνοια < ὁμοῦ + νόος / νοῦς

μονοιάζω

  1. (μεταβατικό) συμφιλιώνω
  2. (αμετάβατο) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω
  3. ομονοώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]