μονοκιάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονοκιάλι ουδέτερο (ή μονοκυάλι) και μονόκιαλο