μονοκινητήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μονοκινητήριος, -α, -ο
- (μηχανολογία): αυτός που φέρει ή λειτουργεί με ένα κινητήρα
- "μονοκινητήριο αεροσκάφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοκινητήριος
|