μονολιθικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονολιθικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος μονολιθικός
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονολιθικότητα
|