μονομερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονομερές < μόνος + μέρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μονομερές ουδέτερο

  • μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]