μονοπατίτζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοπατίτζι < μονοπάτ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -ίτζι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονοπατίτζι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μονοπάτι(ν)
- άλλες μορφές: μονοπατίτσιν
- ≈ συνώνυμα: μονοπατάκι
Πηγές
[επεξεργασία]- μονοπατίτζι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)