μονορούφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μονορούφι < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μονορούφι

  • χωρίς διακοπή, χωρίς ανάσα, με μια κίνηση
    ※  Σηκώθηκε απότομα, πήγε στο μπαρ, έβαλε ένα ποτό και το ήπιε μονορούφι. (Μάκης Πανώριος, Ηθοποιός [διήγημα])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]