μονόλεπτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονόλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μονόλεπτος[1] (μονό- + λεπτό[2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /moˈno.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐λε‐πτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονόλεπτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονόλεπτο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ μονόλεπτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας