μονόπλευρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονόπλευρα < μονόπλευρος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]μονόπλευρα
- με μονόπλευρο τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονόπλευρα
|