μονόφθογγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]μονόφθογγος, -η, -ο
- που αποτελείται από έναν μόνο φθόγγο
- ↪ μονόφθογγη συλλαβή
- ※ Μήπως και σήμερα δε λέμε αγαπώ και αγαπάω , χτυπώ και χτυπάω ; Σε άλλη αττική επιγραφή διαβάζουμε τις ταυτόσημες λέξεις « υιός » και από ορθογραφικό λάθος « uος » , ένδειξη ότι η μονόφθογγη προφορά της διφθόγγου « υι » είχε συντελεστεί (Διαβάζω, τεύχη 291-301, 1992, σελ. 26)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονόφθογγος
|