μονόφρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόφρων < μόνος+ φρήν

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόφρων ουδέτερο -ον τριγενές και δικατάληκτο

  • αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δική του γνώμη
    ※  δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί./τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον/ μετὰ μὲν πλείονα τίκτει... (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 757)