μοριακός δεσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοριακός δεσμός < μοριακός + δεσμός

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

μοριακός δεσμός θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]