μοριακότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοριακότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοριακότητα θηλυκό
(χημεία)
- συγκέντρωση διαλύματος
- στατιστική ποσόστωση συστατικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοριακότητα