μορτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μόρτη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορτή οι μορτές
      γενική της μορτής των μορτών
    αιτιατική τη μορτή τις μορτές
     κλητική μορτή μορτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μορτή < αρχαία ελληνική μορτή < μείρομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μορτή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]