μορφοσίδηρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μορφοσίδηρος αρσενικό
- διαμορφωμένος σίδηρος σε διάφορες διατομές, σε διάφορα προφίλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφοσίδηρος