μορφοτροπέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορφοτροπέας < αγγλική transducer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορφοτροπέας αρσενικό
- μηχανισμός που επιτρέπει τη μετατροπή ενός τύπου ενέργειας σε κάποιον άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μορφοτροπέας