μορόζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μορόζα < (ιταλικά) amorosa (ερωτευμένη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μορόζα θηλυκό

  • ερωμένη, συχνότερη χρήση στον 18ο αιώνα

δες επίσης αμορόζα και (περισσότερο Κυπριακό): αμουρούζα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]