μορόζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μορόζα < (ιταλικά) amorosa (ερωτευμένη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μορόζα θηλυκό
- ερωμένη, συχνότερη χρήση στον 18ο αιώνα
δες επίσης αμορόζα και (περισσότερο Κυπριακό): αμουρούζα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μορόζα
|