μοστραρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοστραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοστράρω
Μετοχή
[επεξεργασία]μοστραρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μοστράρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοστραρισμένος
|