μοσχομυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοσχομυρίζω < μόσχος + μυρίζω

μοσχομυρίζω, πρτ.: μοσχομύριζα, στ.μέλλ.: θα μοσχομυρίσω, αόρ.: μοσχομύρισα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]