μοσχομυρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]μοσχομυρίζω, πρτ.: μοσχομύριζα, στ.μέλλ.: θα μοσχομυρίσω, αόρ.: μοσχομύρισα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μοσχομυρίζω | μοσχομύριζα | θα μοσχομυρίζω | να μοσχομυρίζω | μοσχομυρίζοντας | |
β' ενικ. | μοσχομυρίζεις | μοσχομύριζες | θα μοσχομυρίζεις | να μοσχομυρίζεις | μοσχομύριζε | |
γ' ενικ. | μοσχομυρίζει | μοσχομύριζε | θα μοσχομυρίζει | να μοσχομυρίζει | ||
α' πληθ. | μοσχομυρίζουμε | μοσχομυρίζαμε | θα μοσχομυρίζουμε | να μοσχομυρίζουμε | ||
β' πληθ. | μοσχομυρίζετε | μοσχομυρίζατε | θα μοσχομυρίζετε | να μοσχομυρίζετε | μοσχομυρίζετε | |
γ' πληθ. | μοσχομυρίζουν(ε) | μοσχομύριζαν μοσχομυρίζαν(ε) |
θα μοσχομυρίζουν(ε) | να μοσχομυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μοσχομύρισα | θα μοσχομυρίσω | να μοσχομυρίσω | μοσχομυρίσει | ||
β' ενικ. | μοσχομύρισες | θα μοσχομυρίσεις | να μοσχομυρίσεις | μοσχομύρισε | ||
γ' ενικ. | μοσχομύρισε | θα μοσχομυρίσει | να μοσχομυρίσει | |||
α' πληθ. | μοσχομυρίσαμε | θα μοσχομυρίσουμε | να μοσχομυρίσουμε | |||
β' πληθ. | μοσχομυρίσατε | θα μοσχομυρίσετε | να μοσχομυρίσετε | μοσχομυρίστε | ||
γ' πληθ. | μοσχομύρισαν μοσχομυρίσαν(ε) |
θα μοσχομυρίσουν(ε) | να μοσχομυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μοσχομυρίσει | είχα μοσχομυρίσει | θα έχω μοσχομυρίσει | να έχω μοσχομυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μοσχομυρίσει | είχες μοσχομυρίσει | θα έχεις μοσχομυρίσει | να έχεις μοσχομυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μοσχομυρίσει | είχε μοσχομυρίσει | θα έχει μοσχομυρίσει | να έχει μοσχομυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μοσχομυρίσει | είχαμε μοσχομυρίσει | θα έχουμε μοσχομυρίσει | να έχουμε μοσχομυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μοσχομυρίσει | είχατε μοσχομυρίσει | θα έχετε μοσχομυρίσει | να έχετε μοσχομυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μοσχομυρίσει | είχαν μοσχομυρίσει | θα έχουν μοσχομυρίσει | να έχουν μοσχομυρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοσχομυρίζω
|