μοτέτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοτέτο < ιταλική mottetto

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοτέτο ουδέτερο

  • μορφή πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης μετά τον 12ο αιώνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]