μουεζίνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουεζίνης οι μουεζίνηδες
      γενική του μουεζίνη των μουεζίνηδων
    αιτιατική τον μουεζίνη τους μουεζίνηδες
     κλητική μουεζίνη μουεζίνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουεζίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική müezzin[1] + -ης < αραβική مؤذن (mu’aḏḏin)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mu.eˈzi.nis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουεζίνης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]