μουμιοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]μουμιοποιημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μουμιοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουμιοποιημένος
|
μουμιοποιημένος
|