μουνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουνάρα οι μουνάρες
      γενική της μουνάρας
    αιτιατική τη μουνάρα τις μουνάρες
     κλητική μουνάρα μουνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουνάρα < μουνί + κατάληξη μεγεθυντικού -άρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουνάρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]