μουνούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουνούχος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο ευνούχος, ο ατσούτσουνος
- (λαϊκότροπο) ο τιποτένιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουνούχος
→ δείτε τις λέξεις ευνούχος και τιποτένιος |