μουντί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουντί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουντί ουδέτερο

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα) μεγάλο πινέλο για ασβέστωμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]