μουρέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουρέλο | τα | μουρέλα |
γενική | του | μουρέλου | των | μουρέλων |
αιτιατική | το | μουρέλο | τα | μουρέλα |
κλητική | μουρέλο | μουρέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- μουρέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική morelo (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουρέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, εργαλείο) κοινή ονομασία εργαλείου καταστρώματος πλοίου, ξύλινο κωνικό σουβλί για την διάνοιξη σχοινιών, προκειμένου να περάσουν τα άκρα του και να δημιουργηθεί θηλιά, κοινώς γάσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουρέλο
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- μουρέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουρέλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μικρό ελαιόδεντρο (Κρήτη) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)