μουρέλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουρέλο τα μουρέλα
      γενική του μουρέλου των μουρέλων
    αιτιατική το μουρέλο τα μουρέλα
     κλητική μουρέλο μουρέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μουρέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική morelo (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουρέλο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μουρέλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουρέλο ουδέτερο