μουσμούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μουσμούλι | τα | μουσμούλια |
γενική | του | μουσμουλιού | των | μουσμουλιών |
αιτιατική | το | μουσμούλι | τα | μουσμούλια |
κλητική | μουσμούλι | μουσμούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουσμούλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουσμούλι ουδέτερο
- (ψάρι) είδος μικρού ψαριού με ασημί συνήθως χρώμα, που μοιάζει με το λιθρίνι και κινείται κοπαδιαστά (επιστημονική ονομασία Pagellus acarne)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μουσμούλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μουσμούλι
|