μουσούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουσούδα οι μουσούδες
      γενική της μουσούδας
    αιτιατική τη μουσούδα τις μουσούδες
     κλητική μουσούδα μουσούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουσούδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουσούδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]