μουστερής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μουστερής < (άμεσο δάνειο) τουρκική müşteri < αραβική مشتري (muştarī)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μουστερής αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως μόνο σε φράσεις λιανοπωλητών όπως το: (έχω) (φρέσκο) πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]