μου 'φυγε ο πάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmu‿fiʝe o‿ˈpatos/
Έκφραση
[επεξεργασία]μου 'φυγε ο πάτος
- ξεπατώθηκα, ξεθεώθηκα, κουράστηκα πάρα πολύ, εξαντλήθηκα