μου φαίνεται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μου φαίνεται < γενική πτώση προσωπικής αντωνυμίας (μου, σου, του, τους) & φαίνεται (απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του φαίνομαι)
Έκφραση
[επεξεργασία]μου φαίνεται
- για να εκφραστεί υποκειμενική ή και τελείως λανθασμένη αίσθηση ή γνώμη
- ↪ Πώς σου φάνηκε το βιβλίο; (ποια είναι η γνώμη σου για το βιβλίο;)
- ↪ Μου φάνηκε ότι είδα κάτι μέσα στο σκοτάδι, αλλά ήταν ο αέρας που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μου φαίνεται
|