μούγγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούγγα οι μούγγες
      γενική της μούγγας
    αιτιατική τη μούγγα τις μούγγες
     κλητική μούγγα μούγγες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μούγγα < μουγγός +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmuŋ.ɡa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μούγγα θηλυκό

  1. άλλη μορφή του μουγγαμάρα
  2. (ως προσταγή) σώπα, πάψε

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]