μούσκαρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μούσκαρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μούσκαρι ουδέτερο
- (φυτό) βολβώδες μονοκοτυλήδονο καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των Ασπαραγοειδών. Έχει πυκνές αιχμές κυανού χρώματος, με το σχήμα των λουλουδιών του να μοιάζουν με τσαμπιά σταφυλιών την Άνοιξη.