μπέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπέζα | οι | μπέζες |
γενική | της | μπέζας | των | μπεζών |
αιτιατική | την | μπέζα | τις | μπέζες |
κλητική | μπέζα | μπέζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπέζα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για το κόντεμα σχοινιών χωρίς να κοπούν ή να λυθούν οι άκρες τους από τα σημεία που είναι δεμένα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπέζα
|