μπέτωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπέτωμα < μπετόν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπέτωμα ουδέτερο
- η πλήρης ακινησία, σα να είναι κανείς ενσωματωμένος σε μπετόν
- ※ Ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα θα είναι αφιερωμένο σε αυτό που οι γνώστες αποκαλούμε «μπέτωμα». Δηλαδή, πιτζάμα, Netflix και πεντακάθαρος νεροχύτης, γιατί κάθε γεύμα θα είναι delivery. [1]
- ※ Σήμερα η μέρα κύλησε ομαλά με μπετωμα στη καρέκλα και διάβασμα ! Προπόνηση δεν παίχτηκε. Μόνο χαλαρό περπάτημα σήμερα για τη βραδινή έξοδο (από φόρουμ)
- ※ Κλασική Κυριακή με πολύ ωραίο φαγάκι , «μπέτωμα» στον καναπέ και την τηλεόραση στην διαπασών. [2]
- κάνω κοσμητική ιατρική (αντί για μακιγιάζ = περιπαικτικά «σοβάτισμα», κάνω κάτι πιο βαρύ, όχι με σοβά, αλλά με μπετόν)
- ※ Εγώ είμαι από τις τηλεοπτικές που ακόμη δεν το έχουν ξεκινήσει το βαρύ το μπέτωμα. Αν χρειαστεί, όλα θα τα μπετώσω», είπε και συνέχισε ... [3]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπέτωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)