μπαζούκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαζούκα | τα | μπαζούκας |
γενική | του | μπαζούκα | των | μπαζούκας |
αιτιατική | το | μπαζούκα | τα | μπαζούκας |
κλητική | μπαζούκα | μπαζούκας | ||
άκλιτο ή με πληθυντικό σε -ς. | ||||
όπως «ιδιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαζούκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική bazooka < από το μουσικό όργανο μπαζούκα, του οποίου μοιάζει
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /baˈzu.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ζού‐κα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαζούκα ουδέτερο άκλιτο
- (οπλισμός) αντιαρματικό ρουκετοβόλο που χρησιμοποιούσαν οι αμερικανοί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)