μπακιρτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μπακιρτζής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακιρτζής οι μπακιρτζήδες
      γενική του μπακιρτζή των μπακιρτζήδων
    αιτιατική τον μπακιρτζή τους μπακιρτζήδες
     κλητική μπακιρτζή μπακιρτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπακιρτζής < τουρκική bakırcı < bakır + -cı, μπακίρ(ι) + -τζής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.ciɾˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐κιρ‐τζής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπακιρτζής αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]