μπακλαβάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπακλαβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική baklava < πρωτοτουρκική
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ba.klaˈvas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κλα‐βάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπακλαβάς αρσενικό
- (γλυκό) ζύμη φύλλου που περιέχει γέμιση ξηρών καρπών και παίρνει την γλυκιά του γεύση από σιρόπι ζάχαρης ή μελιού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μπακλαβάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)