μπαλαμούτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλαμούτι | τα | μπαλαμούτια |
γενική | του | μπαλαμουτιού | των | μπαλαμουτιών |
αιτιατική | το | μπαλαμούτι | τα | μπαλαμούτια |
κλητική | μπαλαμούτι | μπαλαμούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλαμούτι < σλαβικής προέλευσης balamut (πβ. ρωσικά баламут)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλαμούτι ουδέτερο
- κόλπο, απάτη, ψέμα, εξαπάτηση, ιδιαίτερα σε χαρτοπαιξία
- ερωτικά χάδια, αγκαλιές, φιλιά, ερωτοτροπία
- μη συναινετικό χούφτωμα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πουλάω μπαλαμούτι: εξαπατώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαλαμούτι
|