μπανιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανιέρα οι μπανιέρες
      γενική της μπανιέρας
    αιτιατική την μπανιέρα τις μπανιέρες
     κλητική μπανιέρα μπανιέρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

μπανιέρα < μπάνιο + -ιέρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
μια 'μπανιέρα

μπανιέρα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]