μπαντονεόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαντονεόν < (άμεσο δάνειο) γερμανική λέξη από το όνομα του Γερμανού κατασκευαστή του, Heinrich Band (Χάινριχ Μπάν-τ). Λέξη διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ban.do.neˈon/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f3/Bandoneon.jpg/220px-Bandoneon.jpg)
μπαντονεόν ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) τύπος μικρού ακορντεόν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
bandoneon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)