μπαρμπουνοφάσουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαρμπουνοφάσουλο < μπαρμπούν(ι) + -ο- + φασούλ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαρμπουνοφάσουλο ουδέτερο
- (φυτό) (συνήθως στον πληθυντικό) είδος φασολιού με ερυθρωπά στίγματα
- ≈ συνώνυμα: φασόλια χάντρες, μπαρμπούνια, λόμπες (τοπικό: Γορτυνία, Πελοπόννησος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις μπαρμπούνι και φασόλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαρμπουνοφάσουλο