μπατιρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπατιρίζω < μπατίρ(ω) + -ίζω [1] - περισσότερα στο μπατίρω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ba.tiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐τι‐ρί‐ζω

μπατιρίζω, αόρ.: μπατίρισα, μτχ.π.π.: μπατιρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μπατιρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)