μπαχάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαχάρ < οθωμανική τουρκική بهار (bahâr), τουρκικά bahar (άνοιξη)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baˈxaɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐χάρ
- ομόηχο: Μπαχάρ
- τονικό παρώνυμο: Μπάχαρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαχάρ ουδέτερο, άκλιτο
Πηγές
[επεξεργασία]- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 202.