μπαχαρικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
      γενική του μπαχαρικού των μπαχαρικών
    αιτιατική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
     κλητική μπαχαρικό μπαχαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαχαρικό < μπαχάρ(ι) + -ικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαχαρικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]