μπεκάτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπεκάτσα | οι | μπεκάτσες |
γενική | της | μπεκάτσας | των | (μπεκατσών) |
αιτιατική | την | μπεκάτσα | τις | μπεκάτσες |
κλητική | μπεκάτσα | μπεκάτσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/1c/Woodcock_earthworm.jpg/220px-Woodcock_earthworm.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπεκάτσα < (άμεσο δάνειο) βενετική becazza < ιταλική beccaccia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπεκάτσα θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μπεκάτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)