μπελαμάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπελαμάνα οι μπελαμάνες
      γενική της μπελαμάνας
    αιτιατική την μπελαμάνα τις μπελαμάνες
     κλητική μπελαμάνα μπελαμάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπελαμάνα < ιταλική bellamano + < νεολατινική bellamanus < λατινική bella + manus

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπελαμάνα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]