μπερδεμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπερδεμός < μεσαιωνική ελληνική μπερδεμός < μπερδεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπερδεμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπερδεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπερδεμός
|