μπερδεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /beɾˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπερ‐δεύ‐ο‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μπερδεύομαι, π.αόρ.: μπερδεύτηκα, μτχ.π.π.: μπερδεμένος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

μπερδεύομαι

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • τύποι και μορφές → δείτε τη λέξη μπερδεύω