μπηχτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπηχτή < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπηχτή θηλυκό

  1. (αργκό) ύπουλο χτύπημα
     συνώνυμα: μουλλωχτή
  2. (μεταφορικά) σκωπτικός ή με κακή πρόθεση υπαινιγμός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μπηχτή